ἀγαθοποιός

ἀγαθοποιός
ἀγαθοποιός, όν (besides use in passages cited below, this late word appears, e.g., Ath. 26, 2, R. 35, 7; Sext. Emp., Math. 5, 29f; PGM 4, 2678; 5, 48), beneficent, doing good, upright (Plut., Mor. 368a; Physiogn. II 342, 31 al.; Sir 42:14); subst. ὁ ἀ. (StudPal XX, 293 verso, 7f [Byz.]) one who does good, is a good citizen 1 Pt 2:14 (a ‘benefactor’, opp. κακοποιός ‘malefactor’, as Artem. 4, 59 p. 238; 9, 11; Porphyr., Ep. ad Aneb. [GParthey, Iambl. De Myst. Lb. 1857 pp. xxix–xlv] c. 6; PGM 4, 2872; 13, 1028 and 1033).—M-M. TW. Spicq. Sv.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αγαθοποιός — ἀγαθοποιός, όν (Α) αγαθοεργός, ευεργετικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγαθὸς + ποιὸς < ποιῶ] …   Dictionary of Greek

  • αγαθοποιός, ο — αγαθοποιός, ός και ά, ό ο αγαθοεργός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγαθοποιός — beneficent masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαθοποιόν — ἀγαθοποιός beneficent masc/fem acc sg ἀγαθοποιός beneficent neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαθοποιοί — ἀγαθοποιός beneficent masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαθοποιούς — ἀγαθοποιός beneficent masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαθοποιά — ἀγαθοποιός beneficent neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαθοποιέ — ἀγαθοποιός beneficent masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαθοποιῷ — ἀγαθοποιός beneficent masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • αγαθοποιία — ἀγαθοποιία, η (Α) [ἀγαθοποιός] αγαθοεργία, ευεργεσία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”